παιδοτριβική

παιδοτριβική
παιδοτριβικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παιδοτριβικῇ — παιδοτριβικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοτριβικός — παιδοτριβικός, ή, όν (Α) [παιδοτρίβης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδοτρίβη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοτριβική η παλαιστική, η τέχνη τής πάλης. επίρρ... παιδοτριβικῶς (Α) σαν παιδοτρίβης («ἀλλ εὖ λέγεις καὶ παιδοτριβικῶς ταυταγί»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”